- τζοβαΐρι
- το-ιού (λ. τουρκ.)1. πετράδι, κόσμημα.2. πληθ., τζοβαΐρικα κοσμήματα, χρυσαφικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζοβαΐρι — και τζιβαέρι, το, Ν (παλ. τ.) 1. πολύτιμος λίθος 2. κόσμημα 3. φρ. «τζοβαΐρι μου» στολίδι μου, θησαυρέ μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cevahir] … Dictionary of Greek
τζεβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζιβαέρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζοβαϊρικά — τα, Ν (παλ. τ.) πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοβαΐρι «κόσμημα, πολύτιμος λίθος» + κατάλ. ικά (πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός), πρβλ. χρυσαφ ικά] … Dictionary of Greek
τσοβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek